- ισομεγέθης, -ης, ισομέγεθες
- γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, αυτός που έχει το ίδιο μέγεθος με κάποιον άλλο: Ισομεγέθη ποσά. – Ισομεγέθεις λίθοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.